- θυμελής
- θυμελής, -ές (Μ) [θυμέλη](για τους αιρετικούς) θεατρικός, πομπώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυμέλης — θυμέλη place of burning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα… … Dictionary of Greek
θυμελοποιοί — θυμελοποιοί, οἱ (Α) επιγρ. οι επιμελητές τής θυμέλης, δηλ. τής θόλου τής Επιδαύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμέλη + ποιός (< ποιώ)] … Dictionary of Greek
ραβδοφόρος — α, ο / ῥαβδοφόρος, ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ῥαβδηφόρος, ον, Α 1. αυτός που φέρει ράβδο 2. (στην αρχ. Αθήνα, στη Ρώμη και την Αίγυπτο) (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ραβδοφόροι οι ραβδούχοι («ἦσαν ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν… … Dictionary of Greek